- μυντιζόμενος
- μυντιζόμενος· μυωπάζων, παρακαμμύων, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυντιζόμενος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυωπάζων, παρακαμμύων» … Dictionary of Greek